Skip to content
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΑ SOCIAL MEDIA     

Η ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την προηγούμενη δεκαετία και, παρά κάποια βελτίωση των συνθηκών το 2017, υπάρχουν ακόμη προβληματισμοί για την ικανότητα της χώρας να δημιουργεί μακροπρόθεσμα ανάπτυξη. Η δυνητική ανάπτυξη εκτιμάται σήμερα σε 1,2% κατά μέγιστο ετησίως, μειώθηκε δηλαδή από το 3% που ήταν το διάστημα 2000-2008. Με το δημόσιο χρέος λίγο χαμηλότερο από 180% του ΑΕΠ και τις εγχώριες πιστώσεις σοβαρά περιορισμένες, η ικανότητα της οικονομίας για ανάπτυξη χωρίς Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) παρακωλύεται σοβαρά.

Τα τρία προγράμματα διάσωσης που εφαρμόστηκαν από το 2010 και μετά έδωσαν στην Ελλάδα χρηματοοικονομική βοήθεια με αντάλλαγμα τη δέσμευσή της να υιοθετήσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να επιτύχει δημοσιονομικούς στόχους. Οι περισσότερες προϋποθέσεις αφορούσαν αύξηση των φόρων, ενώ νομοθετήθηκαν μεταρρυθμίσεις για την αγορά εργασίας και την αγορά προϊόντων. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν οδήγησαν σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ακόμη και σε πλεόνασμα του προϋπολογισμού το 2016. Ο λόγος όμως του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνεχίζει να είναι μακράν ο υψηλότερος στην Ε.Ε., εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική πυροδότησε έναν φαύλο κύκλο αργού ρυθμού ανάπτυξης, αποπληθωρισμού και υποτονικών δημοσίων εσόδων. Οι περαιτέρω αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δαπανών μείωσαν την εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τη δυνητική ανάπτυξη και προκάλεσαν περισσότερο αποπληθωρισμό.

Η ελληνική οικονομία επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την προηγούμενη δεκαετία και, παρά κάποια βελτίωση των συνθηκών το 2017, υπάρχουν ακόμη προβληματισμοί για την ικανότητα της χώρας να δημιουργεί μακροπρόθεσμα ανάπτυξη. Η δυνητική ανάπτυξη εκτιμάται σήμερα σε 1,2% κατά μέγιστο ετησίως, μειώθηκε δηλαδή από το 3% που ήταν το διάστημα 2000-2008. Με το δημόσιο χρέος λίγο χαμηλότερο από 180% του ΑΕΠ και τις εγχώριες πιστώσεις σοβαρά περιορισμένες, η ικανότητα της οικονομίας για ανάπτυξη χωρίς Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) παρακωλύεται σοβαρά.

Τα τρία προγράμματα διάσωσης που εφαρμόστηκαν από το 2010 και μετά έδωσαν στην Ελλάδα χρηματοοικονομική βοήθεια με αντάλλαγμα τη δέσμευσή της να υιοθετήσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να επιτύχει δημοσιονομικούς στόχους. Οι περισσότερες προϋποθέσεις αφορούσαν αύξηση των φόρων, ενώ νομοθετήθηκαν μεταρρυθμίσεις για την αγορά εργασίας και την αγορά προϊόντων.

Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν οδήγησαν σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ακόμη και σε πλεόνασμα του προϋπολογισμού το 2016. Ο λόγος όμως του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνεχίζει να είναι μακράν ο υψηλότερος στην Ε.Ε., εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική πυροδότησε έναν φαύλο κύκλο αργού ρυθμού ανάπτυξης, αποπληθωρισμού και υποτονικών δημοσίων εσόδων. Οι περαιτέρω αυξήσεις φόρων και οι περικοπές δαπανών μείωσαν την εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τη δυνητική ανάπτυξη και προκάλεσαν περισσότερο αποπληθωρισμό.

Στις 22 Ιουνίου 2018 το Eurogroup επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα ολοκλήρωσε επιτυχώς το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας [ESM] και της δόθηκε ελάφρυνση του χρέους μέσω κεφαλαιοποίησης των τόκων, παρατάσεων στις λήξεις των δανείων και άλλων μέτρων.[1] Ενώ τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που ανακοινώθηκαν αναμένεται να έχουν σημαντική θετική επίδραση στη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας βραχυπρόθεσμα, δεν θα οδηγήσουν μόνα τους στη δημοσιονομική βιωσιμότητα μακροπρόθεσμα. Με βάση τις τρέχουσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες και με δεδομένη την έλλειψη εθνικής συναίνεσης για θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, η πιθανότητα να εκχωρηθεί στην Ελλάδα μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους είναι αρκετά μικρή. Επιπλέον οι όροι της επιτήρησης μετά τη λήξη του προγράμματος διατηρούν σημαντικό βαθμό αιρεσιμότητας, με το να καθιστούν την ελάφρυνση του χρέους μερικώς εξαρτώμενη από την ολοκλήρωση των σχεδιασμένων μεταρρυθμίσεων και την επίτευξη των πολύ φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων, που ενδέχεται να μην είναι κοινωνικά ή πολιτικά βιώσιμοι, εκτός αν συνοδεύονται από σημαντική επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας.

Η μελέτη αυτή ποσοτικοποιεί τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας με βάση τις ισχύουσες πολιτικές και προσδιορίζει κατά πόσον μία αλλαγή της δημόσιας πολιτικής, που βασίζεται σε μείωση των δημοσιονομικών πιέσεων και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, θα επανέφερε την Ελλάδα στην τροχιά της υγιούς βιώσιμης ανάπτυξης. Η ανάλυση βασίζεται σε ένα λεπτομερές υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας που σχεδιάστηκε για να λάβει υπόψη τις σχέσεις ανάμεσα στις συνθήκες ζήτησης και προσφοράς, τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε κλάδους και τις αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Οδηγεί σε εκτιμήσεις της παραγωγής, της κατανάλωσης, των επενδύσεων, του εμπορίου, των τιμών και των μισθών, της ανταγωνιστικότητας, των δημόσιων οικονομικών και του χρέους. Το υπόδειγμα δίνει επίσης τη δυνατότητα για ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων σε 57 κλάδους που θα έχει μία μεταβολή της ζήτησης σε έναν οιονδήποτε από αυτούς τους κλάδους. Περαιτέρω παρέχει εκτιμήσεις για τα έσοδα και τις δαπάνες του δημόσιου τομέα για τις κατηγορίες που χρησιμοποιεί το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και αναλύει τις επιπτώσεις των μεταβολών πολιτικής σε διάφορα εισοδηματικά κλιμάκια.

Το βασικό σενάριο πρόβλεψης υποθέτει τη συνέχιση των τρεχουσών πολιτικών. Προβλέπει μέτρια βελτίωση σε σχέση με τις επιδόσεις της περιόδου 2008-2017. Η βελτίωση όμως δεν είναι αρκετή για να αποκαταστήσει την οικονομική ευρωστία της χώρας και οι κίνδυνοι αποτυχίας είναι σημαντικοί. Η έκθεση εξετάζει αρκετές εναλλακτικές πολιτικές. Η πιο ελπιδοφόρα αφορά στοχευμένες πολιτικές που προσελκύουν ΞΑΕ σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις της δημοσιονομικής πολιτικής σχετικά με τις συντάξεις. Οι προβλεπόμενες εισροές ΞΑΕ σε τρεις συγκεκριμένους κλάδους που αναφέρονται στην έκθεση (σε συνδυασμό με μεταρρυθμίσεις σχετικά με τις συντάξεις) αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση του οφέλους για την οικονομία. Με βάση αυτό το σενάριο, το οποίο εκτιμάται ότι θα απαιτήσει αρχικά μέτριες αυξήσεις των εισροών ΞΑΕ (περίπου 2 δις ευρώ ετησίως πάνω από το βασικό σενάριο), το πραγματικό ΑΕΠ είναι κατά 5% πάνω από το βασικό σενάριο έως τα τέλη του 2021 και κατά 9% υψηλότερο έως τα τέλη του 2028. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτής της αύξησης αποδίδεται στις πραγματικές πάγιες επενδύσεις, που είναι υψηλότερες κατά 15,5% από τη βασική εκτίμηση έως τα τέλη του 2028. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι κατά 28% υψηλότερες μέχρι τα τέλη της περιόδου πρόβλεψης και η απασχόληση είναι κατά 5,3% υψηλότερη το 2028.

Οι προοπτικές της Ελλάδας χωρίς αλλαγή πολιτικής

Το βασικό υπόδειγμα υποθέτει ότι θα διατηρηθούν οι ισχύουσες πολιτικές. Η πρόβλεψη υποθέτει επίσης ότι οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες θα παραμείνουν θετικές τα επόμενα χρόνια. Προβλέπουμε ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι 3,4% το 2018 και το 2019, μία ήπια επιτάχυνση από το ποσοστό ανάπτυξης 3,3% που καταγράφηκε το 2017. Η δραστηριότητα στη Ευρώπη αναμένεται να είναι στιβαρή παρά τους αυξανόμενους κινδύνους λόγω προστατευτισμού. Η ευρωζώνη φαίνεται πως αναπτύσσεται αρκετά πάνω από τις δυνατότητές της, παρόλο που προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί σταδιακά από 2,5% το 2017 σε 2,3% και σε 2,0% το 2018 και το 2019 αντίστοιχα. Η ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να επιβραδυνθεί πιο έντονα από 1,8% το 2017 σε 1,2% το 2018 και σε 1,3% το 2019 καθώς η οικονομία αγωνίζεται να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα που σχετίζεται με την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε.

Για την Ελλάδα η βασική πρόβλεψη υποθέτει πολιτική σταθερότητα και σταθερότητα πολιτικής το 2018 και κατά τα επόμενα χρόνια και συνεχιζόμενη χρηματοδότηση από τους επίσημους δανειστές όσο οι αγορές ομολόγων θα παραμείνουν κλειστές. Εκτιμάμε ότι υπάρχει ουσιαστική πιθανότητα να εξέλθει η Ελλάδα από το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης χωρίς να χρειαστεί νέο πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Οι προοπτικές είναι σχετικά θετικές για την Ελλάδα, αλλά οι κίνδυνοι αστοχίας είναι πολλοί, μεταξύ των οποίων η πολιτική αστάθεια που προκύπτει λόγω της συνεχιζόμενης υψηλής ανεργίας και των εντεινόμενων δημοσιονομικών πιέσεων.

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να δέχεται προκλήσεις. Μετά τη σχεδόν αδιάκοπη οικονομική συρρίκνωση από τα τέλη του 2007, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,4% το 2017. Αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα συνεχιστεί βραχυπρόθεσμα και θα είναι της τάξης του 1,7% το 2018 και το 2019. Μεσοπρόθεσμα προβλέπουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι κατά μέσο όρο 1,4% στο διάστημα 2020-2030. Αυτό, σε συνδυασμό με τις μέτριες πληθωριστικές πιέσεις, δεν θα είναι αρκετό να προκαλέσει σημαντική μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης. Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 137,4% μέχρι το 2030, δηλαδή σαφώς πάνω από το 118% που ήταν ο στόχος που τέθηκε σε συνεργασία με τους θεσμικούς πιστωτές της Ελλάδας.

Η βελτίωση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο βασικό σενάριο πρόβλεψης αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη σταθεροποίηση των οικονομικών συνθηκών σε πολλούς τομείς που δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα την περίοδο 2008-2016, καθώς επίσης και μέτριες προόδους στις εξαγωγές, την απασχόληση και τον τουρισμό. Η ανάπτυξη είναι τόσο υποτονική ώστε το πραγματικό ΑΕΠ θα επανέλθει στα επίπεδα του 2007 μόλις το 2040 – μετά από πάνω από δύο δεκαετίες από σήμερα.

Προς ένα εναλλακτικό σενάριο πολιτικής

Πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσομοιώσεις με σκοπό την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης εναλλακτικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών και για να διαπιστωθεί αν μία ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Αναλύθηκαν τέσσερα μέτρα: (α) μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ, (β) μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου, (γ) μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και (δ) αλλαγή του συνταξιοδοτικού πακέτου η οποία συνδυάζει μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών με την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.

Τα τρία πρώτα μέτρα δίνουν κάποια τόνωση στη δραστηριότητα, αλλά το κόστοςγια τον προϋπολογισμό είναι υψηλό. Η μείωση του ΦΠΑ και του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων τονώνει την κατανάλωση των νοικοκυριών, παράλληλα όμως οδηγεί σε υψηλότερες εισαγωγές, γεγονός που περιορίζει τον θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ανάπτυξη και απασχόληση. Η μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου δεν τονώνει επαρκώς την ανάπτυξη λόγω του χαμηλού ύψους των καταβαλλόμενων φόρων στην Ελλάδα (τα έσοδα από τους εταιρικούς φόρους ανέρχονταν μόλις στο 1,7% του ΑΕΠ το 2015 και σε 1,5% το 2017).

Το τέταρτο μέτρο (το συνταξιοδοτικό πακέτο) καταργεί τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 έτη, διακόπτει την πληρωμή συντάξεων σε άτομα μικρότερης ηλικίας, με μία επιλογή για προστασία των υφιστάμενων δικαιούχων [grandfathering] και θέτει ως οροφή στις συντάξεις τα 700 ευρώ τον μήνα. Με βάση αυτό το σενάριο οι απώλειες ύψους 21,6 δις ευρώ εσόδων που έχει το κράτος ως αποτέλεσμα της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή για τις συντάξεις και για την υγεία) δεν αντισταθμίζονται πλήρως από τις ετήσιες εξοικονομήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις ύψους 16,4 δις ευρώ, αλλά υπάρχει προσδοκία ότι η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα θα υποκινήσει υψηλότερη ανάπτυξη και θα έχει θετικό αποτέλεσμα διάχυσης στα κυβερνητικά έσοδα. Η διατήρηση των εισφορών υπέρ υγείας που ανέρχονται σε 5 δις ευρώ περίπου τον χρόνο θα έχει ως αποτέλεσμα η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση να έχει μηδενική επίπτωση στον προϋπολογισμό, ενώ η προστασία των συνταξιούχων γήρατος κάτω των 67 ετών με την εκχώρηση συντάξεων ύψους 700 ευρώ τον μήνα θα κοστίσει 5,9 δις ευρώ περίπου τον χρόνο (το 3,3% του ΑΕΠ).[2] Η επίδραση όμως αυτής της προστασίας θα διαρκέσει μερικά μόνο χρόνια, ανάλογα με την ηλικιακή σύνθεση των σημερινών συνταξιούχων.

Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους αναμένεται να πυροδοτήσει την ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα για τρεις λόγους. Πρώτον, μειώνει το εργατικό κόστος, το οποίο μειώνει τις τιμές, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και τονώνει την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγής.[3] Δεύτερον, το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται άμεσα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Τρίτον, το μειωμένο εργατικό κόστος και η αυξημένη εγχώρια ζήτηση τονώνουν τις πάγιες επενδύσεις.

Η κατάργηση όμως των συντάξεων σε άτομα ηλικίας κάτω των 67 ετών και η οροφή στις συντάξεις για άτομα ηλικίας 67 ετών και άνω μετριάζουν αυτά τα οφέλη και η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης αναγκάζει πολλούς συνταξιούχους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, γεγονός που αυξάνει και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και το ποσοστό ανεργίας.[4] Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία αυξάνει τον ανταγωνισμό για θέσεις εργασίας ασκώντας μία προςτα κάτω πίεση στα ημερομίσθια και τους μισθούς.

Η θετική οικονομική επίδραση της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών αντισταθμίζεται επομένως σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών. Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι αυξάνει άμεσα το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Όμως η τόνωση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η μείωση φόρου, επειδή μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τοποθετείται σε αποταμιεύσεις και ένα άλλο μέρος δαπανάται σε εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα η τόνωση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι σχετικά μετριασμένη.

Η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση των περιθωρίων κέρδους που καθίσταται δυνατή χάρη στο πακέτο των συντάξεων τονώνει τις επενδύσεις. Η επιτάχυνση όμως παραμένει υποτονική, επειδή τα μέτρα μειώνουν κυρίως το κόστος της εργασίας ‒αντί του κεφαλαίου‒, πράγμα που προκαλεί την υποκατάσταση του κεφαλαίου με εργασία. Οι επενδύσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ελλιπή χρηματοδότηση: χαμηλό ύψος καταθέσεων, συνεχιζόμενοι περιορισμοί στις πιστώσεις λόγω της χαμηλής εγχώριας αποταμίευσης και του εκτοπισμού των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου, που οφείλεται στον αρνητικό αντίκτυπο που έχει το πακέτο στο δημόσιο έλλειμμα και στο χρέος.

Η καθαρή επίπτωση αυτού του συνταξιοδοτικού πακέτου είναι ένα ελαφρώς υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ (1,9% πάνω από το σενάριο βάσης μέχρι το 2022 και 1,6% μακροπρόθεσμα), μία αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% έως το 2028, αλλά ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο -5,0% του ΑΕΠ το 2028 (αντί -1,8% στο βασικό σενάριο πρόβλεψης), που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αποπληθωριστική επίδραση του πακέτου στο ονομαστικό ΑΕΠ. Οι προσομοιώσεις αυτές δείχνουν ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές από μόνες τους δεν θα επαναφέρουν την Ελλάδα σε τροχιά βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης λόγω της ασθενούς κατάστασης της εγχώριας οικονομίας και του μη ευνοϊκού μίγματος παραγωγής και εξαγωγών. Η βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απαιτεί πολιτικές που τονώνουν τις ΞΑΕ.

Κανένα από αυτά τα μέτρα, εάν ληφθεί μόνο του, δεν επιταχύνει το πραγματικό ΑΕΠ μειώνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος. Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάστηκε ένα εναλλακτικό σενάριο που εστιάζει στην προσέλκυση στοχευμένων ΞΑΕ. Ο συνδυασμός της επικέντρωσης στην προσέλκυση ΞΑΕ με τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις βελτιώνει την ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους ξένους επενδυτές μειώνοντας το κόστος λειτουργίας και παρέχει σημαντικό και βιώσιμο οικονομικό κίνητρο.

Πολιτικές για την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων

Οι πολιτικές που σχεδιάστηκαν για την προσέλκυση ΞΑΕ θα χαλαρώσουν τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση και θα αποτελέσουν έναυσμα για την ίδρυση νέων βιομηχανιών που έχουν πιο ελπιδοφόρες εξαγωγικές δυνατότητες από ό,τι οι σημερινές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας. Τέτοιες πολιτικές θα σχεδιαστούν για την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων σε κλάδους με καλές εξαγωγικές δυνατότητες. Οι πολιτικές προσέλκυσης ΞΑΕ πρέπει να συμπληρωθούν με αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως είναι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, που βοηθούν στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων.

Στις πρωτοβουλίες που σχεδιάστηκαν για την προσέλκυση ΞΑΕ συγκαταλέγονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι μεταρρυθμίσεις που παρουσιάζονται στην έκθεση Doing Business 2017 για την Ελλάδα (World Bank 2017). Σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνονται: (α) μέτρα για το άνοιγμα της οικονομίας και την άρση ρυθμιστικών κανόνων, τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, τη βελτίωση της διοίκησης και την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, τη δημιουργία Κτηματολογίου και την ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων· (β) αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως οι προσωρινές φοροαπαλλαγές για επενδύσεις και η μεταρρύθμιση του συστήματος συνταξιοδότησης· και (γ) πολιτικές για τομείς που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας.

Μελέτες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟ ΣΑ), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων αποσαφηνίζουν τις συνθήκες που πρέπει να υπάρχουν σε μία χώρα για να προσελκύσει αυτή ΞΑΕ. Σε αυτές τις συνθήκες συγκαταλέγονται:

  • ένα προβλέψιμο και αποτελεσματικό ρυθμιστικό περιβάλλον που να μην κάνει διακρίσεις
  • η απουσία υπερβολικών διοικητικών εμποδίων στην άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας
  • η ύπαρξη ενός επαρκούς πλαισίου για την παροχή ενός υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στον εγχώριο επιχειρηματικό τομέα
  • μέτρα που διασφαλίζουν τη διαφάνεια του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένου ενός αμερόληπτου δικαστικού συστήματος και συστήματος επιβολής του νόμου
  • η ύπαρξη και η εφαρμογή κανόνων που στηρίζονται στην αρχή της απουσίας διακρίσεων ανάμεσα σε ξένες και εγχώριες επιχειρήσεις που είναι σύμφωνοι με το Διεθνές Δίκαιο.

Στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας Doing Business 2018 η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 67η θέση επί συνόλου 190 χωρών, εννέα θέσεις χαμηλότερα σε σχέση με το 2016. Εξάλλου και η Global Competitiveness Report 2017-2018, που έδωσε στη δημοσιότητα το World Economic Forum, αποκαλύπτει την ασθενή ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας. Σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές υπάρχουν εμπόδια στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τα οποία πρέπει να αρθούν για να γίνει η Ελλάδα πιο ελκυστικός προορισμός για τους ξένους επενδυτές.

Χρειάζονται επίσης επιπλέον μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Παρά τα μέτρα που εισήχθησαν τα τελευταία χρόνια, η ελληνική αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι δύσκαμπτη, όπως δείχνει παραστατικά η κακή επίδοση της χώρας στην Global Competitiveness Report, όπου καταλαμβάνει την 110η θέση από άποψη αποτελεσματικότητας της αγοράς εργασίας. Η Έκθεση αυτή επισημαίνει ως τα πλέον πιεστικά ζητήματα που επηρεάζουν την αγορά εργασίας την έλλειψη ευελιξίας στον καθορισμό των μισθών, την επίπτωση της φορολογίας στα κίνητρα προς εργασία και την περιορισμένη ικανότητα της χώρας να προσελκύσει και να συγκρατήσει ταλαντούχα άτομα.

Προσέλκυση επενδύσεων είναι απίθανο να υπάρξει χωρίς μια αναπτυσσόμενη, περισσότερο ανοιχτή και με λιγότερους ρυθμιστικούς περιορισμούς οικονομία, επαρκείς υποδομές και πολιτική σταθερότητα. Οι στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων αποθαρρύνουν τους πιθανούς επενδυτές και περιορίζουν τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας.

Υποστηρικτικές δημοσιονομικές πολιτικές

Η Ελλάδα έχει χάσει τη δυναμική της στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και οι φόροι αυξήθηκαν απότομα μετά τα μέσα του 2015. Τόσο η έκθεση Doing Business όσο και η Global Competitiveness Report δείχνουν ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα θεωρείται σημαντικό εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μεταρρύθμιση των συντάξεων θα μπορούσαν να συμπληρώσουν στοχευμένα μέτρα που αποσκοπούν στην τόνωση των πάγιων επενδύσεων και ειδικότερα των ΞΑΕ. Οι προσωρινές φοροαπαλλαγές για τις νέες επενδύσεις θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στην υποκίνηση τέτοιων επενδύσεων.

Το συνταξιοδοτικό πακέτο φαίνεται ως καλό συμπλήρωμα σε μία πολιτική ΞΑΕ, επειδή μειώνει το κόστος εργασίας. Πιθανόν να είναι πιο αποτελεσματικό από τα άλλα δημοσιονομικά μέτρα που αναλύονται στη μελέτη για πολλούς λόγους. Οι περικοπές στον ΦΠΑ και στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα τονώσουν κυρίως την εγχώρια ζήτηση, ενώ η Ελλάδα πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη κλάδων προσανατολισμένων στις εξαγωγές. Η μείωση του εταιρικού φόρου θα είναι λιγότερο αποτελεσματική από την παροχή φοροαπαλλαγών για τις νέες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΞΑΕ. Η μεταβολή στις συντάξεις μειώνει το κόστος παραγωγής και βελτιώνει τη σχετική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Με την κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων τονώνεται και η εγχώρια ζήτηση. Επίσης το πακέτο δεν έχει σχεδόν καμία επίπτωση στο κρατικό έλλειμμα, σε αντίθεση με τις άλλες δημοσιονομικές πολιτικές οι οποίες το αυξάνουν.

Οι κλάδοι που πρέπει να αποτελέσουν στόχο

Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πέντε κριτήρια για τον εντοπισμό των κλάδων εκείνων στους οποίους μπορεί να στοχεύει η προσέλκυση ΞΑΕ:

  • ο βαθμός τροφοδότησης από άλλους ελληνικούς κλάδους (ή το μέγεθος των διαχεόμενων επιδράσεων)
  • το μέγεθος και η ωριμότητα των κλάδων που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, με προτίμηση στους μικρότερους
  • η εξαγωγική ένταση του κλάδου
  • η κεφαλαιακή ένταση του κλάδου
  • η ανάγκη για επέκταση του παραγωγικού δυναμικού ενός κλάδου στη Δυτική Ευρώπη για να εξυπηρετηθεί η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες του.

Οι τρεις κλάδοι που πέτυχαν την υψηλότερη θέση με βάση και τα πέντε αυτά κριτήρια είναι η κατασκευή αεροσκαφών και διαστημοπλοίων, τα ναυπηγεία και τα μηχανήματα & μεταποίηση. Η προσέλκυση ΞΑΕ σε αυτούς τους κλάδους θα αύξανε τις ελληνικές εξαγωγές, επειδή και οι τρεις είναι κλάδοι στους οποίους η Ευρώπη έχει ισχυρή θέση στις παγκόσμιες αγορές. Αυτό θα πυροδοτούσε αυξήσεις της παραγωγής και της απασχόλησης σε εγχώριους κλάδους προμηθειών.

Οι περικοπές στις ασφαλιστικές εισφορές θα διογκώσουν την επίδραση αυτής της μεταρρύθμισης. Η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης θα παράγουν επιπλέον εισόδημα, πράγμα που θα τονώσει τις επενδύσεις σε άλλους κλάδους, θα ενισχύσει την κατανάλωση των νοικοκυριών και θα δημιουργήσει επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα.

Επιπτώσεις της προτεινόμενης μεταρρύθμισης στους μακροοικονομικούς δείκτες

Μια αύξηση των ΞΑΕ κατά 2 δις ευρώ μέχρι το 2020 (οι ΞΑΕ προς το εσωτερικό ανήλθαν σε 3,6 δις ευρώ το 2017) θα αυξήσει τις πάγιες επενδύσεις κατά σχεδόν 8% πάνω από τη βασική πρόβλεψη για το 2020 και θα υποστηρίξει μια επιπλέοναύξηση της τάξης του 6% στις επενδύσεις σε άλλους κλάδους. Μέχρι το 2025 οι συνδυασμένες άμεσες και έμμεσες προσπάθειες θα οδηγήσουν σε αυξήσεις του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7,6% σε σχέση με το βασικό σενάριο και κοντά στο 9% μέχρι το 2028. Τη χρονιά εκείνη η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση θα είναι κατά 2,5% υψηλότερη από τη βασική πρόβλεψη, οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα είναι υψηλότερες κατά 27% και οι πραγματικές πάγιες επενδύσεις σχεδόν κατά 16%. Με ταχύτερη ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ και χαμηλότερο εργατικό κόστος το ποσοστό ανεργίας μειώνεται στο 11,7% μέχρι τα τέλη του 2028.

Η απασχόληση υποστηρίζεται αρχικά από τη μείωση του κόστους εργασίας, γεγονός που αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των κλάδων έντασης εργασίας. Συνεχίζει να αυξάνεται καθώς επιταχύνονται οι εξαγωγές ως αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του μίγματος προϊόντων. Σε αυτό το σενάριο αυξάνονται τόσο η παραγωγικότητα εργασίας όσο και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξάνοντας τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη. Ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό ωστόσο είναι ίδιος με εκείνον που παρατηρούμε στο σενάριο με το συνταξιοδοτικό πακέτο, επειδή η ταχύτερη αύξηση της παραγωγικότητας αντισταθμίζει τις πληθωριστικές επιπτώσεις μιας πιο σφιχτής αγοράς εργασίας. Το χρέος ανά εργαζόμενο μειώνεται σημαντικά και φτάνει τα 76.500 ευρώ το 2022, μία μείωση της τάξης των 5.700 ευρώ (ανά εργαζόμενο) συγκριτικά με το βασικό σενάριο.

Συμπέρασμα

Από μόνη της μία άνευ όρων και μονομερής μείωση του ύψους του ελληνικού χρέους δεν θα οδηγήσει την οικονομία σε τροχιά βιώσιμης, υγιούς, μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και οι εγχώριες πολιτικές δημοσιονομικής τόνωσης δεν θα παραγάγουν ισχυρή και βιώσιμη ανάκαμψη. Απαιτούνται ολοκληρωμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την προσέλκυση στοχευμένων ΞΑΕ σε συνδυασμό με μια υποστηρικτική αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η επίτευξη της απαιτούμενης αύξησης των ΞΑΕ είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Οι συνεπείς κρατικές πολιτικές που επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζουν τις νέες επενδύσεις και μειώνουν το κόστος εργασίας θα συνδράμουν στην επιθυμητή κατεύθυνση. Αν εφαρμοστεί μία επιτυχής πολιτική προσέλκυσης ΞΑΕ, οι θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες από εκείνες που παρουσιάζονται σε αυτή την έκθεση χάρη στην αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων και στις θετικές επιπτώσεις που θα έχουν οι βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην παραγωγικότητα και τη δυνητική ανάπτυξη.

Back To Top